ασκιαγράφητος

ασκιαγράφητος
η , ο[ν] необрисованный; неописанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασκιαγράφητος" в других словарях:

  • ασκιαγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει απεικονιστεί με σκιαγραφία 2. εκείνος για τον οποίο δεν έχει γίνει σύντομη περιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαγραφώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»